© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Μην πεθάνεις

Βάλ'τα χέρια σου. Χώσ'τα μέχρι τον ώμο, στεκόταν και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο ανάσαινε το τσιγάρο του και μέσα έξω οι αναπνοές και δε μιλούσε μόνο μέσα στην ησυχία τ'άκουγα όλα. Βούλιαζε ο κώλος μου στο μαξιλάρι του καναπέ και ίδρωνα κλαίγοντας νέο απόκτημα αυτό της ενήλικης ζωής να τρέχουν οι ιδρώτες στάλες στάλες ρυάκια ρυάκια ποτάμια στο δέρμα. Το δέρμα κοίταζα πίσω στο μυαλό μου τα μωρά τα νεογέννητα και πόσο εύκολα γερνάνε πασαλειμμένα με λάδι η παρακμή περνάει και τα ξεπερνάει χωρίς να πονάνε καν και τώρα το δέρμα μου ιδρώνει χωρίς πολλές πολλές τσακίσεις αλλά ετοιμάζεται να σπάσει. Η ζάχαρη στους τοίχους και τα σάλια και τα χύσια που τη λιώνουνε, η ζάχαρη στους τοίχους έχει πέραση σε κάτι αξιοπρεπείς οικογένειες τους ζεσταίνει τις μοναξιές. Η ζάχαρη στους τοίχους και εγώ μέσα στη νύχτα να στριφογυρνάω γιατί τις νύχτες δεν κοιμάμαι καλά επειδή δε μου πιάνει το χέρι και με τραβάει το πάτωμα και οι γωνίες του κομοδίνου. Η ζάχαρη μέσα στη νύχτα να στριφογυρνάει στους τοίχους γιατί έκλεινα τα παράθυρα και νόμιζα θα συρθεί η γκόμενα απ'το βενζινάδικο με τους βύζους και θα τους γαμήσω και μετά δε θα ξεπλυθώ ποτέ θα κολλήσουμε ο ένας πάνω στην άλλη θ'αρρωστήσουμε. Η γειτονιά ήταν απ'αυτές που σβουρίζουν μέσα στ'αυτιά. Γύρω γύρω τα ίδια κάθε πρωί η γριά στην πόρτα να κοιτάει μ'ενδιαφέρον το πλακόστρωτο ήθελα να'ξερα τι λέγανε μεταξύ τους ήθελα να'ξερα γιατί ο ναυτικός γύρισε στης μάνας του συφιλιασμένος και φτωχός και γιατί κάθε πρωί της έφερνε ντομάτες σάμπως κολυμπούσαν στις ντομάτες. Όταν έριχνα ένα βλέμμα στα πόδια μου μ'έκαιγε κάτι ανάμεσα το κεφάλι ψηλότερα και τα μάτια κάτω να κοιτάνε το στήθος που ξεκουράζεται πάνω στο τραπέζι όπως σκύβω και τα πόδια απλώνανε σαν αποτυχημένη ζύμη για σκατά. Είχαν περάσει λίγοι μήνες και το δέρμα είχε βαρύνει τόσο που τα βραδινά μεθύσια και μετά τα χέρια αγκίστρι στο τιμόνι και στο δρόμο για τα ξερόχορτα ξεμάκρυναν. Είχαν περάσει λίγοι μήνες και ό,τι έμπαινε στο στόμα μου ήταν σπασμός για το στομάχι κι έπεφτε κι άλλη υγρασία στη ζάχαρη στους τοίχους και τρυπούσε τρυπούσε το ντουβάρι σύντομα σύντομα, στεκόταν και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο γούλιαζε το κονιάκ του και δε μιλούσε μόνο μέσα στη νέκρα με χτυπούσανε όλα σύντομα σύντομα έλεγε και γούλιαζε. Όσο τον θυμόμουνα έπινε καλά δεν το σιχάθηκε στιγμή εμένα δεν ξέρω τι μ'είχε πιάσει τότε και δεν πήγαινε κάτω ή θα κατέβαινε μαζί με τη γλώσσα μου και θα πνιγόμουνα με τον κώλο βουλιαγμένο και το σβέρκο να μυρίζει από μακρινά όργανα ευτυχώς φλύκταινες δε φανήκανε ποτέ. Έσκαζαν τα εγκαύματα όμως όταν πολυτριβόμασταν αλλά σύντομα, η υγρασία τα'τρωγε όλα τα'τρωγε τ'αφάνιζε γενοκτόνα υγρασία μούχλα καριόλα καριόλα μούχλα η ζάχαρη τρυπούσε το ντουβάρι και θα βλέπαμε στο διπλανό δωμάτιο εμάς με τα βιβλία ανοιχτά και τα μάτια ο ένας στον άλλον και μετά πάλι πίσω τους βύζους να κρέμονται και να χορεύουν πέρα δώθε σκέτος εμετός για μένα σκέτο ξερατό παντού στους τοίχους μαζί με τη γλύκα κι όλα. Είχαν περάσει λίγοι μήνες που μ'αφήσαν απ'το νοσοκομείο μόνο λίγοι μήνες μέσα στο νοσοκομείο. Μέσα λίγοι μήνες που μ'αφήσαν το κεφάλι στις πατούσες τα σεντόνια σοβάς σεντόνια σοβάς ολόλευκα ανεξερεύνητα σα μικρούλα. Θυμόμουν με το κεφάλι χωμένο στις κάλτσες η γριά έπιανε τα έλκη του ναυτικού κι έλεγε οι πουτάνες είναι καθαρές οι μικρούλες σε σταυρώνουν κι όσο πιο αγνή τόσο μεγαλύτερες οι πρόκες στα χέρια και στα πόδια και στο ξύλο. Νόμιζε ο γιόκας είχε φεσωθεί την τρέλα του θύμα κάποιας δαιμονικής αστής. Νόμιζε. Μέσα το κεφάλι στις πατούσες τα κορδόνια τσίτα κόμπος ομίχλες όλες οι μέρες ήταν ομίχλες. Μου άνοιγαν το στόμα και ρίχνανε μέσα τις βόμβες μου έκλειναν το στόμα και ρίχνανε μέσα τις βόμβες εκρήξεις ομίχλες εκρήξεις ομίχλες οι μέρες νύχτες μεσημέρια ώρες μια και μια ίδιες και όλες καμία εξαφανισμένες. Μέσα στο κεφάλι οι πατούσες πηδούσανε αγκαθωτά αρμυρίκια και παραδίπλα έσκαγε το κύμα σαν το τρυπημένο ντουβάρι που θυμόμουν να έβγαινε κατευθείαν στη θάλασσα. Είχαν περάσει λίγοι μήνες γύρισα και μου άνοιξε το στόμα χωρίς να πει κουβέντα μόνο μου ψάρεψε από μέσα κάλτσες και φίδια και ένα ψαροντούφεκο. Ξεφούσκωσε η κοιλιά μου που βγήκανε όλα αυτά από μέσα μου ξεφούσκωσε και αυτός μου έλεγε να ξεράσω καλύτερα κι έπινε κι εγώ τόση ζάχαρη το στομάχι οξύ για βέλη δηλητήριο μισό ποτηράκι έπεφτε μέσα και καίγονταν τα κρέατα καίγονταν όλα τα δέντρα και τα σπίτια.

Όσο ήμουν μέσα δεν ξέρω τι έκανε αυτός. Ερχόταν να μ'επισκεφτεί κάθε τέσσερις μέρες πριν ή μετά το μεσημεριανό που κουτσότρωγα γιατί γαμιόντανε οι μάγειρες με σκουλήκια σαπισμένα φαγιά απ'τον πόλεμο μας είχανε για πέταμα ερχόταν να μ'επισκεφτεί κάθε τέσσερις μέρες κάποιες φορές το ξέχναγε δεν ξέρω τι έκανε και το ξέχναγε ή μπορεί να μην το ξέχναγε και να πίστευε πως το'χα ανάγκη να ηρεμώ. Καθόμασταν στο περβάζι τα μάρμαρα ν'αστράφτουν σαν το Μέγαρο τότε που ο άλλος είχε δυο πεταμένες στ'αυτοκίνητο και νόμιζε πως τις κανόνιζε τα φώτα ν'αστράφτουν σαν πεφταστέρια μέσα Αυγούστου πιάναμε λίγο ο ένας τον άλλον πιανόμασταν λίγο με πονούσε τον πονούσα κι έφευγε. Οι υπόλοιποι σκιές οι υπόλοιποι γύρω γύρω τα ίδια κάθε πρωί η γριά να κοιτάει το πλακόστρωτο ήθελα να'ξερα τι λέγανε μεταξύ τους ήθελα να'ξερα τόσο πολύ που την άκουσα ένα ξημέρωμα να λέει σήμερα γιόκα μου δε θέλω ντομάτες σήμερα είναι γιορτή και το μεσημέρι πέθανε ζούσε απ'τις ντομάτες. Τρέλα χωρίς μύτες όπου γυρνούσες σε καμιά καρέκλα στο δωμάτιο κι έβλεπες τρέλα χωρίς μύτες ήταν η χειρότερη ήταν πηχτά τα δάκρυα που βγαίνανε απ'τα μάτια με ζόρι σα να γεννούσανε τα μάτια αυγά ή ελεφαντάκια και κολλούσανε μεταξύ τους τα βλέφαρα και μένανε τυφλοί τρέλα χωρίς μύτες όπου γυρνούσες σε καμιά καρέκλα στο δωμάτιο φοβόσουνα ν'ακουμπήσεις μήπως σε πάρουν κι εσένα τα σκάγια εγώ φοβόμουνα και δεν ακουμπούσα ούτε λίγο ούτε γι'αστείο. Τα βράδια δεν περνούσανε τα βράδια πρωινά ώρες μια και μια ίδιες και όλες καμία εξαφανισμένες νεκρές σκοτωμένες δε ροχάλιζε κανείς ήταν αρρωστημένο τα βράδια οι βόμβες είχαν χύσει ζουμιά ένα σωρό και αναθυμιάσεις ώρες μια και μια ίδιες και όλες νεκρές ναρκωμένες ύπνος κώμα ύπνος κώμα ύπνος τίποτα κενό. Δεν κοιμόμουνα καλά δεν κοιμόμουνα γιατί με ξέσερναν οι ιερές νόσοι επειδή δε μου'πιανε το χέρι και γλιστρούσα σαπουνιάρα γραμμή για τους εφιάλτες και το πάτωμα και τις γωνίες του κομοδίνου. Συνέχεια τον μισούσα γιατί σα προσευχή κάθε μέρα με το ξύπνημα κάθε μέρα με τον ύπνο μουρμουριζόταν μέσα μου μέσα ήμουν μέσα δεν ξέρω τι έκανε αυτός δεν ξέρω τι έκανε έλεγε διάφορα έλεγε ερχόταν κάθε τέσσερις μέρες κι αγαπιόμασταν αλλά αγαπούσε κι άλλους αγαπούσε τον κόσμο αγαπούσε. Συνέχεια τον μισούσα γιατί με τέτοια πίστη κάθε Κυριακή υμνούνταν οι ευτυχίες και οι χάρες της ζωής έξω μέσα εκεί που ήμουνα και ο παπάς έλεγε κάνε αυτό που κάνεις είναι σωστό μα σε σκοτώνει είναι σωστό είναι αρρώστια. Κι όσο εγώ ήμουν μέσα δεν ήξερα τι έκανε αυτός τόσο τον μισούσα και τον σκότωνα και τον ξαναμαχαίρωνα ξανά στο στήθος στην πλάτη στα πλευρά στο πρόσωπο στο πρόσωπο γαμημένο πρόσωπο έσφιγγα τα δόντια μου όταν λαγοκοιμόμουν και έπαιζαν εικόνες που τις χόρευε αυτός καλά και γελούσαν όλες γελούσε κι αυτός έπαιζαν εικόνες που έπινε καλά τις ευτυχίες και τις χάρες της ζωής τις ανταλλάζανε στα στόματά τους κι εγώ τους λυπόμουνα και τους ζήλευα και τους σκότωνα κάθε λεπτό ένα ένα ίδια και όλα κανένα.

Ανέβηκα σκαλί και ομολογία πέντε όροφοι σκαλί και ιδρώτας πεντακάθαρος λευκός ολόλευκος σαν τα σεντόνια τιναζόταν στους τοίχους ζαχαρένιους τοίχους και τα δάκρυα ρευστά σαν τον ιδρώτα και το νερό και τα κρασιά ανέβηκα σκαλί και παραπάτημα κι αυτός ένα βήμα πίσω βαρυγκομούσε που καθυστερούσα μα δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε μόνο έτοιμα κράταγε τα χέρια του μήπως το παραπάτημα γινόταν πόλεμος κι ο πόλεμος σκατά μπήκαμε μέσα με ξέντυσε υπομονετικά το'χε αυτό ήταν υπομονετικός ήταν πλούσιος και δεν το'ξερε τα'χε όλα κάτι ιδιότροπα κουμπιά της διαστροφής μήπως και πριν αρπάξεις τον ίκτερο προλάβαινες να το ξανασκεφτείς μα πού, τα ρούχα στο πάτωμα γρήγορα δάχτυλα και νύχια μέσα ίδρωνα κλαίγοντας στάλες στάλες ρυάκια ρυάκια ποτάμια θάλασσες κόσμος αγαπούσε τον κόσμο πώς μπορούσε ν'αγαπάει τον κόσμο εγώ δεν ήμουν ο κόσμος η ζάχαρη στη γλώσσα η ζάχαρη. Η ζάχαρη στους τοίχους χύσια τρύπες απ'τα χέρια μας απ'τ'ανάμεσα των ποδιών μας στη ζάχαρη των τοίχων τρύπες σπίτι τιποτένιο ανοιχτό ουρανός τα σύννεφα που φεύγανε βαλ'τα μου είπε. Βάλ'τα χέρια σου. Χώσ'τα μέχρι τον ώμο, κι έτσι όπως στεκότανε και δε μιλούσε άχνα δεν έβγαζε κι έτσι όπως στεκόμουνα και δε μιλούσα μόνο ανάσαινα το τσιγάρο του και μέσα έξω οι αναπνοές άνοιξε ένα στόμα δόντια παντού ένα στόμα σα πληγή ήταν αρκούδα ήταν ένα στόμα υπερώα με δοκάρια. Έβαλα τα χέρια μου μέσα όλα και τα πετσόκοψε η προπέλλα τα'χωσα βαθιά όσο γινόταν και με κατάπιε ζωντανό.

Raging out of every house we're dying in

"
Beware the preachers
Beware the knowers
Beware those who are always reading books
Beware those who either detest poverty
or are proud of it
Beware those quick to praise
for they need praise in return
Beware those who are quick to censure
they are afraid of what they do not know
Beware those who seek constant crowds for
they are nothing alone
Beware the average man the average woman
Beware their love, their love is average
seeks average

but there is genius in their hatred
there is enough genius in their hatred to kill you
to kill anybody
not wanting solitude
not understanding solitude
they will attempt to destroy anything
that differs from their own
not being able to create art
they will not understand art
they will consider their failure as creators
only as a failure of the world
not being able to love fully
they will believe your love incomplete
and then they will hate you
and their hatred will be perfect 
"
(B.)

Samarkand

This bad weather circles us this bad blood strikes us ugly
let them undo let them undress
they would either way abandon us
we would either way split in two, in three, in millions
so shatters our skin so break our bones with this heat this love this zest
let them widen their views stare at every floor
violently as it storms and rages this bad weather this bad blood
they strike us down.
Tell me now am I good enough
are my hands harsh enough
to steal you off your pretty skin
to turn you into solid dust in tiles.

The religious microbiologist

Raise the hands, they can be stretched forever. This is a room with no ceiling. This is a monastery. She lives here alone. She wakes up before the alarm sets off, or the coma is unstoppable. She eats. She eats. She eats, all these denatured substances fill the void. She keeps her maker calm. Him and the rest are too kind to ask or take the lead. She brings them in. They soften with formic acid. Once they are soft, the muscles lax, the skin tears at the touch of the air. Nothing makes them easier. They fuck and confess their eternal vows. They are easy. It only takes a drop to dissolve their sham of pride. An offender is never asked, conviction to a never-ending lack of manners. Then they invite her over. Unclean sheets, unclean pillows, unclean people sleeping on insecurity. They fuck and their sweat is grime. Then she returns and prays. They get their diagnosis in no time and they cope to keep it hidden. This is a room with no floor. There is nothing dirt has ever kissed here. She burns everything on the two edges of each interval. Burn everything, rebuild everything, bear everything. Raise the hands, now he sees clearly the documentation of our eighteen months. Here, a grain of pepper on his tongue. Please, disappear. For a second she clasps his hand with the madness of every elementary point without him. This will never stop, this has not ended years now. This is a serious mistake and will cost her slide out of the coma every morning. He thought she forgets, she burns herself. She never touches herself, she never destroys herself. Whatever viruses he left here, will remain. This makes him ache more. They fuck and he weeps on her chest. She says he should see his savior. Deeper knowledge, thorough touch and thorough listen. The savior holds the cure. She drains them and pushes them to the saviors. She fucks because he's easy. She beats his back and he stares with agony. He stays because she's unfamiliar. We fuck and raise our hands. We reach god. Do not expect to leave her with anything new in your pockets but a referral to your next savior.

We are taught to be the void. It is written on our diplomas.