© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Απ'το κελί

Περνάνε απ'το νου μου οι γηραιές παρηγοριές κι οι νέες
στρευλές και χαλασμένες σαν φωτογραφίες που έχουν καεί λίγο στην άκρη
παλιά έβλεπα τα υπηρεσιακά να περνάνε απ'τον κεντρικό τώρα ακούω τις μηχανές και τα φαντάζομαι που έχουν αλλάξει η αρχή δεν επιτρέπει περισσότερα
με το βρακί στο πάτωμα το στόμα έχει επουλωθεί κατά δεύτερο σκοπό, διψάω
φωνή δε βγαίνει για το σαχαρίτ ούτε κι η νύχτα.

Τελευταία πνιγόμασταν σε φλέμα βαμμένο από αιθάλη και ροδόνερο
σε κάθε χτύπο νιώθω τα σκέλια της μιτροειδούς ίσα να πλαταγίζουν ξηλωμένα
μη με ρωτάς ποιος φταίει. Διάλεξα καλά την τύχη μου απ'όλες τις άλλες τύχες
στα αχανή λειβάδια του τσιμέντου φυσάει για τρικυμία είναι κι αυτό μια δοκιμή της πίστης
λαχανιασμένος και μπλαβής απ'το ανακατεμένο αίμα καθαρό μαζί και φαγωμένο εύχομαι να μην τα καταφέρω

εκτίω μια ποινή που δεν καταλαβαίνω
μισότρελος μέτρια μυωπικός και ιδρωμένος
 ο θεός πρόσταξε υπομονή
βεβαίως πέρασε κι αυτή απ'το κελί.

ΘΙΣ

Έχει φουσκοθαλασσιά εμπρός απ'το σπίτι σου το
κύμα χαμηλό γλείφει τα κράσπεδα
ζεσταίνω τα πόδια μου σκυμμένος δίπλα
στις ακμές ισορροπούν καβούρια

ήρθε ως τα χείλη το νερό
σκόνη ξεσέρνεται απ'το λιμεναρχείο
μέχρι τις πληρωμένες σου νηστείες, τα χαρισμένα πιάτα
οι γλάροι κάθονται στους στύλους μαρμαρένιοι

μόνο στην ησυχία ακούγεται το χνώτο των ακτών
φυσάει αέρας της βροχής
δε θυμάμαι με τι φωνή το είδες
δε θυμάμαι καν την κοινή μας γλώσσα

η μπύρα χρυσή φερμένη από αλλού
χωνεύει τον ιδρώτα της εποχής
ξινό ψωμί μες στα φιλιά
λοξοδρομώ

τόση βουβή αγάπη για ό,τι βγάζει αυτό το βαλτοτόπι

τα χρυσά ματόχαντρα γυαλίζουν σε κάθε σου βλεφαρισμό
λες κι εδώ τ'αλάτι που ανακατεύεται με το γλυκό γίνεται λάδι
κάτω απ'το λιωμένο τζάμι όλα διαθλώνται
έχει μια στάχτη άλλη στο βυθό

θολό νερό το θρόισμα των χαλικιών
στροβιλίζεται απ'την ακτή ως την πόλη που υπόσχεται
από σένα σύντομα δε θα θυμάμαι τι και
πως παρηγοριά δε βρίσκω ούτε στην Τορά δέκα πληγές ο γυρισμός...

Augen rechts, habt acht

Δε βλέπω άλλες αφίξεις παρά των μικρών ωρών
με δυο συμβλέφαρα δυο δεύτερες συζυγίες σε πλήρη διατομή

το νερό με κάνει και βουβό μαύρη λάσπη από στάχτη
κυφωμένος αργοκίνητος στη λίμνη με τις γόπες

ανάσκελες κοιλιές επ'ώμου τα λουριά της μαρτυρίας
οι πορείες μας φωτίζουν ακτίνες πέδης

πνιγμένοι και διψώντες
σε πλήρη πλήρη επιβράδυνση 

μα χωρίς σταματημό.











#36.3

Nach meinem eigenen Wunsch
nehme ich deines Körpers Abschied
meine Flucht, Congé - Congé bennenend
dir nahezustehen das schaff ich fast und schier
noch völlig nicht, völlig nicht
wir schlafen miteinander zu Gebetszwecken deines Gottes, deiner Religion.
Ich bin glaubenslos.
Jämmerlich auch, macht's nichts.

---

Τυλίχτηκε με την κουρτίνα ώσπου απ'το κουρτινόξυλο κρεμόταν ένα κουκούλι έτοιμο να σκάσει η φουντωντή του άκρη μελάνιαζε το λευκό υφαντό, το διήθημα του γλαυκού της μέρας έφτανε για να βλέπω τις σελίδες μιας και το δοξάρι πιο μακρύ και πιο φαρδύ απ'το βιολί με κράταγε στον τοίχο καρφωμένο απ'το λαιμό προσηλωμένο στα βιβλία που είχαν όλα να κάνουν με μένα, με μένα και μ'αυτόν, και μ'όλους τους άλλους που τρία χρόνια φυλάγαμε για πεθαμένους κι άλλα τρία είχαμε σκοπό αυτές είναι ισόβιες σπουδές και μεταθανάτιες τέχνες θεραπευτές και διαγνώστες μα απ'όλες οι πιο μιερές οι χειρουργοί και στην απέναντι πλευρά της στήλης οι ανθερές πουτάνες. Τα εκχυλίσματα των παραστρατημένων σταγόνες λάδι στα μαλλιά και πέρλες διαθλαστικές των βλεφαρίδων, αυτός μελένιος σιγά σιγά όλο και χειρότερα ξεχνώ πώς βρέθηκε παρασυρμένος στη μαγνητική περιδίνηση, διαλύτης αλατόνερο και γύψινος ασβέστης... μα έτσι λειτουργεί η ακολουθία για να ξεφύγω από τις τύψεις όταν φιλώ τα καθαρά του χείλη κι όταν χτυπώ κι όταν ματώνω τ'αγαπημένα μάγουλα από πορσελάνινα σε δυο χεριές δαρμένα κι όταν απ'τα στρατιωτικά κομμένα νύχια μου τσουγκρανίζει η βούρτσα κάτω απ'τη ρεματιά χλωρεξιδίνης λεπτότατο λινό τις απολογίες του και τις δικές μου παραμελημένες κι άδικες, άδικες καταχωνιάρες στα σφαλισμένα πείσματα. Κουβαλάμε τις γαίες για να περπατήσουμε επ'αυτών στους ώμους, η θάλασσα εκρέει από τις βελονότρυπες στα μπράτσα και τα στήθη, πιο λαμπερή πλατίνα ο κάματος. Καημένο πλάσμα, το κοίταγμα του ελαφιού να με στοιχειώνει και να ευλογεί το κλούβιο πρωινό, καημένη αγκαλιά αδράχτι της βρώμας του γιατρού και του μαθητευόμενου, δεμένο ύπουλα ανθρωπινά πώς σ'έφερα απ'τα πυκνά στο ξέφωτο, πώς ατύχησες έτσι, πώς σώθηκα εγώ. Απ'την πληγή μου στο λαιμό παλούκωμα του δοξαριού με βρέχει η απιστία, το φευγαλαίο μάτι κι η αχορτασιά, ζουμί χειρότερο απ'τη λέμφο του καρκινικού διασειρμού. Δεν έχει αυτή η αρρώστεια πρόγνωση πάνω από όλες μου τις μέρες κερασμένες με αρσενικό μπουκιά μπουκιά με γλύκα λατρευτική στον άλλον. Όταν φτάσει η στιγμή και καταφέρω να σταθώ, το κρύο της ακτής νερό θα το'χω ως το γόνυ, πνοές πνοές σα χιόνι ο αέρας του Μαρτίου η λάμα μουλιασμένη θ'αστράψει δυο φορές δως μου σαράντα δευτερόλεπτα καιρό να χάσω τα στηρίγματα και βυθιζόμενος θα ομολογήσω.

90°

Τα πέλματα με τα πετσιά σφιγμένα τέτοιο κάψιμο δεν έκαναν παλιά μα τώρα έχει αλλάξει όψη ο καιρός δέκα λεφτά κάτω απ'τον ήλιο για δέκα δέκατα πυρετό με άγριο ρίγος. Οι βάλτοι βράζουν στη δροσιά πέρα η ξέρα κι η χώρα ολόκληρη από φίδια στις ράχες τους φορτωμένα ρόμβους ακολουθίες της αγωνίας τα φέρνει όπως τη μούχλα οι χαραμάδες ανάμεσα απ'τις ξύλινες κολώνες. Από εδώ για εκεί τρεις μέρες καβάλα στο ταμπλώ και δυο φορές φορτωτική στα επιβατηγά των τοπικών γραμμών δεν έχει άκρη η διαδρομή για να κρυφτείς δεν έχει ξέπλυμα το πόσο μου'χει λείψει οι γείτονες των οικισμών τα βλέπουν όλα καλύτερα απ'το θεό σε μέρα αμαρτωλή του καλύτερου πιστού. Κι έτσι το χωριό ξέρει καλά ποιος μαραίνεται αναζητώντας σ'απελπισία τα προσευχητάρια της Ιερουσαλήμ, και ποιος τα βράδια στενάζει αδειασμένος από τριών ειδών αλμύρες.

Η φασαρία της εξοχής τα είκοσι δέντρα της αυλής και ο αέρας κυλιέμαι στον ύπνο με ησυχάζει στα μεσοδιαστήματα στο δίπλα μαξιλάρι η υβριδική ξαγρύπνια, ταραγμένη από κάτι σα μικρή λατρεία. Οι νησιώτες κουβαλάμε την κλειστή επιμειξία και το γλιτωμό του βιασμού με μια γυαλάδα άρρωστη στο μέτωπο και ξεχασμένη τη ντροπή ισχνή κι αναιμική ένα λεπτό λεπτό κρανίο να γίνει όλο σκόνη με το φίλημα του τρυπανιού και το κορμί βροντηγμένο σ'όλες τις πεντακάθαρες γωνιές του εξοχικού η πετσέτα μου βαμμένη από βιαστικό ξύρισμα λιάζεται λερή οι μελανιές λαδιές στο σμαλτωμένο δέρμα της το μαχαίρι γδέρνει το ψάρι το σφίγγω απ'την ουρά γύρω πετάγονται ακριβά ασημικά τα λέπια ψάχνω πίσω απ'τα βράγχια για τη συκωταριά μα τρυπάω το στομάχι και τραβάω χωνεμένα φύκια και χαλίκια μαζί με αμμουδερό χυλό μικρή μου νευρασθενική δεν έχω να σε πιάσω δεν έχεις κι εσύ να κρατηθείς. 

Ξαπλώνουμε δίπλα στις δυο άκρες του στρώματος τα μαλλιά μου πλοκάμια έρπουνε προς τον κακόχρωμο λαιμό, κράτα το στόμα σου κλειστό τα πλαϊνά κάποιος στα πήρε με την ψιλή για την τριτοετή θητεία τι κάνεις δίπλα στον παλιό, τι κοιτάς τι βλέπεις. Το κεφάλι χωράει να βάλει για καπέλο την παλάμη μου τα χέρια της που λιώνουν θυσία της υστερίας κλειδώνονται μεταξύ τους ο ευγενής χρυσός δεν οξειδώνεται ποτέ, ο ευγενής χρυσός δε μ'αφήνει να περπατήσω άλλο πια, ένας πλούσιος κουτσός οι χαλινοί σακατεμένοι, οι χαλινοί τους τράβηξε η μαμή μια ψαλιδιά και έφτασα μισάνοιχτος θολός και μεθυσμένος ν'ασθμαίνω σαν χοντρός βαμβακερός με βαριά βυσσίνωση μια Δευτέρα το πρωί.

Οι τοίχοι παχιοί στα τρία τέσσερα μέτρα κι ενώσω ξεδιψάς σε ξώγαμη πηγή δεν πιάνει τα μαντάτα και το πιο επιδέξιο αυτί, μα έλα που η ερωτική τους προσμονή είναι ίδια ίδια με τη δικιά σου κι όταν μαζεύεστε στην εκκλησία διαβάζουν τα εγκλήματά τους στον καθρέφτη. Η σκοτεινιά που κατεβάζει η υγρασία δε συγχωρεί κι εμένα στη συναγωγή, μα ούτε αφήνει να φανεί η προδοσία. Απ'τη δεξιά μεριά βλέπω που βγαίνει προς το χαντάκι, κάνω να στρίψω μα κρατάει τη στραβοτιμονιά σφιχτά, μουλαρωμένα και τα μάγουλα τα υπογράφει ο ιδρώτας, βάζω κι άλλη δύναμη οι ρόδες ανεβαίνουν στην άσφαλτο το δεμάτιο του His πνιγμένο σε πηχτό βούρκο των κατεχολαμινών χάνω την καρδιά μου αν κάνω να βγάλω λέξη τα γόνατα λυμένα ούτε να καταπιώ γουλιά γουλιά το μυστικό κράτα το στόμα σου κλειστό μικρή μου νευρασθενική σε κόβει και σένα το μαχαίρι πάνω απ'το λαβομάνο ξυλιασμένη στην άκρη του στρώματος ακίνητη ενοχική κι αν πέρασε απ'το νου κάτι σαν ατοπία, τα πόδια έμειναν κρεμασμένα εκατέρωθεν του κρεβατιού, τα χέρια πειθαρχημένα, τα βλέμματα των δυο σε ορθή γωνία.