© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

CFU

Ένας σπιρτόζος στο Μαντούκι στα στενά σταμάτησε το αμάξι και την έκανε χάζι, ε, ναι, όπως έχω ξαναπεί, όταν οι εβραίες είναι όμορφες, είναι αδύνατο να τις αντισταθείς. Πήραμε τη Θεοτόκη απ'την αρχή της στο λιμάνι και περπατήσαμε ως απάνω στο μουσείο των χαρτονομισμάτων. Είχα και λίγη περηφάνια που μας είχε έτσι τύχει να είμαστε συντροφιά. Ο ήλιος έδυε όλο του το φως στην πλάτη, στα μαλλιά της. Φορούσε το τριάντα χρονών φουστάνι, το άσπρο με τα λουλούδια της ασκληπιάδας, το ζωντανό νεότερο από το καύκαλό του. Οι γάμπες της γάλα και μέλι πεύκου, τα οστεώδη δάχτυλα ελεύθερα κι έτοιμα να αρπάξουν, να ξηλώσουν, να δείξουν πως δεν έπρεπε να τη βλέπω με τέτοια μάτια απελπισμένος. Κι εκεί στην ανηφόρα μετά την πλατεία Βραχλιώτη, γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου και κοντοστάθηκε απέναντι στον άντρα με τα αυτιά που έμοιαζαν με μισά από πολύτιμα κογχύλια. 

Φύσηξε νοτιαδάκι μια χεριά και σκόρπισαν τα στολίδια της γιακαράντα σαν βώλοι που φεύγουν από την τσέπη ενός παιδιού. Μια γάτα φαγωμένη από παράσιτο και σημαδεμένη σα λεπρή με κοίταξε με νόημα. Μέσα ήμουν άπνους, άσφυγμος και ψυχρός, έξω έλεγα πως ζούσα ακόμα. Ο άντρας είχε το χέρι το αριστερό ως τον ώμο βουτηγμένο σε μαύρο μελάνι της σουπιάς. Πίσω από τα καλόσχημα αυτιά είχε βαλμένα τα μαλλιά του ίσια και στιλπνά σαν ξύλο καρυδιάς λιωμένο σε χυλό. Ένας άντρας του ντορβά, λίγος και περιττός, όπως είμαστε όλοι εξόν από την ώρα των θανάτων. Σκέφτηκα με θυμό: μια γυναίκα σαν αυτήν άξιζε μόνο στην ισόβια παρθενία. Τα χείλη της δεν ήταν για να φιληθούν από το στόμα του αντρός που τραγουδάει και βρίζει ασθενικά στα ιταλικά, τα στήθη της δεν ήταν για να χαϊδέψουν το αδύνατο ανήλιαγό του στέρνο, ούτε αυτού, ούτε κανενός. Το σκίρτημά της ήταν εκχώρηση, ήταν καμένη γη.

Από την υπόσχεσή του ο άντρας μπορούσε μόνο την πίκρα να τηρήσει, και από το ίδιον των ημερών αυτών, η αδερφή δεν είχε παρά να λησμονήσει. Θα ήταν ο ένατος, ένατος, ένατος προσκυνητής, θα ήταν ο βωμός, ο θύτης, το σφαχτάρι. Ήθελα να μουσκέψω τα βλέφαρά του με τη γλώσσα, να τον πιάσω από τον έναν και τον άλλο κρόταφο και να του στρέψω το κεφάλι στη μεριά της. Εδώ βλέπε. Εδώ, εδώ, σε μένα. Πίσω από την ταυτότητά μου του συλλόγου κρυβόταν ένα αληθινό σκυλί, πίσω από την ψεύτικη εξουσία κρεμόταν μια ουρά ανάμεσα στα σκέλια, ποιος ήταν αυτός που αρνιόταν να ενδώσει, ποιος ήμουν εγώ που ήθελα τόσο να τον μεταπείσω, ποια ήταν η γυναίκα; Και πώς είχε συμβεί και είχαμε γνωριστεί οι τρεις μας μουσούδι με μουσούδι;

Ο άντρας ψηλός, λιγνός και Κερκυραίος, διαλύθηκε σαν δάκρυ μες στο αίμα της μικρής. Το βράδυ τον ζήλεψα, το βράδυ τον ζήλεψα πολύ. Κι εκείνη, γέννημα θρέμμα των ελών, ξάπλωσε στρωματσάδα στο δωμάτιό μου κι έχυσε γι'αυτόν.
Σφιχτά τυλιγμένος με το μάλλινο σαν φάσκια, έκανα το ρίγος μου υπομονή ώσπου να το ξεχάσω.

Το ελάφι ακυνήγητο πάει χαραμισμένο.

Μααρίβ

Το βράδυ φέρνει τόση σκοτεινιά που εκεί που τελειώνουν τα φώτα αρχίζουν πάλι τα ίδια τα χτεσινά.

Ο επιμελητής της άλφα πι μετράει τρεις εφημερεύοντες για δυο. Αύριο θα με διώξει απέναντι και θα λυτρωθεί.
Η γυναίκα που δουλεύει στο εργατικό σωματείο του Σταβάνγκερ ενδιαφέρεται. Πόσες ώρες δουλεύεις; Σαράντα. Σαράντα; Και καμιά.

Κοιτάζω τον Π. και ξέρω πως η ράχη του συσπάται και ξέρει πως τον έχω καταλάβει. Ο ένας μας καπνίζει στα δεξιά κι ο άλλος στ'αριστερά της πιάτσας των ταξί. Με το ξημέρωμα βήχω λάσπη.

Η θέση μου είναι στα κωλιά τα πύα και τα πατσά. Δεν είναι στην επιστήμη.

Ο Θεός που βλέπει από εκεί που μας κοιτά ξέρει πόσοι και ποιοι έχουν ζητήσει να τους πάρει
οι άρρωστοι οι πάσχοντες οι πεθαμένοι οι τωρινοί
κι ένα σκουπίδι κουλοχέρης.

Γεια σου απ'τη μεσόγειο του ποτέ.

2008 - 2016

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες

Στις μονές του Ειρηνικού

.

Το αίμα στάζει απ'το μουνί στο πλακάκι
στα εντός των μηρών έχει ήδη νυχτώσει

η πλάτη είναι χλωμή και λειψή σα φεγγάρι
τα μαλλιά λεπτά σαν δευτερόλεπτα

οι φλέβες δε μιλούν, δεν ενδίδουν
δυο σειρές στραβά δόντια χωρίζουν τα κρυφά από τα μη

γδυτό σε λυπάμαι που μένεις σκυφτός στα καπνά και ντροπιάρης
αναδίδοντας ζέστη και ζωή

θέλω να ακουμπήσω το μέτωπο στα μικρά μαλακά σου ποδάρια
μόνος αιρετικός και ασεβής

αλλά αποκοιμιέμαι με μία παρήγορη σκέψη
στην τάφρο της πορείας, της προόδου

και μέσα στην ερημιά του κρανίου
μια Αλκυονίδα θανάτου μαγιάτικη

σε φέρνει θαυμάσιο εμπρός μου.
Γελαστό παραδείσιο πουλί

αέρας θαλάσσης και φως στο κλουβί σου
ένα φίλημα τρυφερό και αψύ σαν ισόβιας αγάπης

ενώ είναι ίσα ίσα νεογνή.

.


Κάνε με στάχτη όπως έκανε η Άννα τον Κώστα. Όλοι θα δουν στο νησί πώς το δηλητήριο που μυρίζει γιασεμί γκρεμίζει γιατρούς και ασθενείς αδιακρίτως. Ένας ταγγός τρελαμένος θα βρέχει τα ποδοδάχτυλα στην ακτή με τα μαλλιά κετσέ απ'το αλάτι. Πίσω οι άλλοι θα βλέπουν το θέαμα διασκεδασμένοι.
Με ένα πενηντάρι θα βγάλω το μήνα. Δε θα παίξω άλλο... όλο χάνω κι έχω χάσει ό,τι είχα. Είμαι ντυμένος για καλοκαίρι. Έχει κρύο, δεν έχω φέρει άλλα ρούχα. Τι απέραντη που είναι η νύχτα αν δεν τρίβεις τις πατούσες σου τη μια με την άλλη. Και πόσο γνώριμη η ησυχία της μονής. 


Γ. Κ., σε φιλώ.

Himmel Arsch und Zwirn

Χνωτίζω μες στη μπλούζα και η ανάσα μου μυρίζει από το σνους που λιάστηκε δυο μέρες στο ταμπλώ του αυτοκινήτου. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Το στόμα μου έχει δυο πληγές, εκεί κι εκεί που κάθεται η συνήθεια. Τα σάλια που τρέχουν σε αφθονία είναι ξινά. Φοράω τα ίδια ρούχα από τη μέρα που φυσούσε, ποια απ'όλες; Όλες όλες εκείνες του νησιού που ο αέρας ίσιωνε και νέγρικα μαλλιά. Το παντελόνι από μαλακό ύφασμα είναι ελάχιστα λερωμένο από μια; δυο; τρεις; σύντομες χαρές. Είμαι σύσσωμος αδειανός αλλά μπορώ πάλι και χύνω, έτσι παίζει η φύση και γελάει χα - χα. Δέκα μέρες μετά στάθηκα στη μπανιέρα, τα γόνατά μου έτρεμαν, το νερό άφησε δυο σημαίες στα μπούτια, ξύρισα τ'αχαμνά με ένα ξυράφι εφτά μηνών, το αίμα έτρεξε, το αίμα μου έτρεξε και μύρισε όπως το αίμα ολωνών, τι περίμενες; Φάνηκε για δυο στιγμές ένας χάρτης της ρευστομηχανικής, το αίμα στο νερό και πάνω όλο το φάσμα στον αφρό λες κι ήτανε πετρέλαιο σε λιμάνι. Μετά ξεπλύθηκαν τα πάντα και τα ήπιε το σιφώνι. Βρεγμένος όπως ήμουν, έχωσα τα σημεία μου στο βρώμικο παντελόνι και φόρεσα απ'τα άπλυτα τη μπλούζα των σαλαμικών ΤΟΥΛΙΠ από το χασάπη μας στο Τόντερν, την ίδια μπλούζα που φορούσε και ο φίλος μου ο Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη, και φορώντας την πηδούσε την Άγκνες που έκλαψε έξη ώρες σε ώσεις του τετάρτου όταν τον έπιασε να μου φωνάζει στο τηλέφωνο mein Herz brennt für dich du Drecksack. Αν ξεχνούσα τόσο εύκολα όσο λέω, δε θα θυμόμουν λέξη, αλλά είμαι ψευταράς. Στέκομαι απέναντι απ'τον καθρέφτη. Έχω τα βλέφαρα μισόκλειστα γιατί με πονάει το φως από τη μια λάμπα, η άλλη είναι καμένη. Φτύνω σκουριά στο λαβομάνο. Στα πλακάκια μ'έχουν επισκεφτεί οι λίμνες της Μιννεσότα. Βλέπω αυτές, βλέπω τα μέρη που δε μ'έχουν δει ποτέ, αλλά στον καθρέφτη δε μπορώ να δω κανέναν.

Το πρωί βγήκα να περπατήσω ως το Ρώσο, όχι πάνω από τριακόσια μέτρα. Στα μισά της διαδρομής κάθισα σε μια είσοδο, κρέμασα το κεφάλι ανάμεσα στα γόνατα, και καθώς με ζέσταινε ο ήλιος με πήρε και ο ύπνος. Μια πενηντάρα επιστρέφοντας από την αγορά χαμήλωσε με τις σακούλες της δίπλα μου, με ακούμπησε μ'ένα ιδρωμένο χέρι στην ωμοπλάτη και ρώτησε, είσαι καλά; Της είπα γρήγορα entschuldigenSiebitte και την άφησα με την απάντηση που είχε κι είχα φοβηθεί. Στο μπαλκόνι της κουζίνας έφαγα μια χούφτα πατατάκια με γεύση κρέμας και μασουλώντας χριπ χραπ χριπ χραπ έλεγα στον εαυτό μου πως όλα έχουν τελειώσει τώρα, τώρα και τώρα και τώρα, τόσο μακρυά απ'το νησί, τόσο μακρυά από το φίλο μου το Μ., τόσο μακρυά από σένα, τόσο μακρυά από ό,τι μου'δινε αξία. Αλλά να, σύννεφα χαμηλά, πυκνά και αδιαπέραστα, ήλιος βροχερός πίσω από τις τρύπες του υφαντού, καπέλο της προόδου, και γύρω οι πέντε και πέντε και έξι και πέντε και πέντε και πέντε όροφοι, και στη μέση το κελί, τίποτα δεν έχει τελειώσει, μένει ακόμα μισό σακούλι πατατάκια.

Το Μέγα Σάββατο στη γωνία του κρεβατιού μ'ένα λεπτό χαδιού ο κόσμος χάθηκε τονικοκλονικός, από μένα κατέληξα σε μένα. Είχα ονόματα αρκετά να επικαλεστώ, ανάθεμά με αλλά δεν ήξερα ποιο να διαλέξω, κι έτσι έχυνα σιωπηλός, σκεφτόμενος το φίλο μου το Μ. όταν ήταν στη Στοκχόλμη και είχα πάει να τον βρω και είχαμε αγαπηθεί απελπισμένα στο δωμάτιο του Λορντ Νέλσον δίπλα στο πορτατίφ και το καρτόνι με το mjölk, σκεφτόμενος κι εσένα, την αδύναμη ζέστα σου και το μικρό κορμί σου που μ'έκαναν να σου πω φτηνά με τη μούρη στο μάγουλό σου oj oj esisoschööön, και γέλασες χα - χα, και το γέλιο εκείνο το'νιωσα απ'τους μύες της πυέλου, ήταν το πώς θα σε θυμόμουν, πώς θα σε θυμάμαι όταν είμαι δυστυχισμένος, χλωμή και γελαστή χαμένη στα όνειρά σου.

Έχω επιτυχώς συνοψιστεί στα βρώμικά μου ρούχα. Αν σου ζητούσα να περιγράψεις τον εαυτό σου με τρεις λέξεις...; Χαζογέλασα γιατί αυτή η ερώτηση δεν είναι ιατρική, αλλά αυτός ήταν σοβαρός. Τελικά του είπα την εξυπνάδα άδειος τρεις φορές. Το σημείωσε στο χαρτί που είχε γράψει την ιστορία μου. Ποια ιστορία; Μια λέξη αρκεί. Μα όποιος εμπλέκεται με την ψυχιατρική, μαθαίνει να πολυλογεί. Ήθελα να τον χτυπήσω στο λαιμό και να του χώσω το χαρτί βαθιά στον κώλο. Όμως πιστεύω στη συναδερφική αλληλεγγύη σχεδόν πιο πολύ απ'ό,τι πιστεύω στην ανοιχτή χειρουργική, γι'αυτό τη γλίτωσε.

Himmel Arsch und Zwirn
ich habe meinen Pass zwischen Büchern verloren. Das Haus ist eine Schweinerei,
ich bin Pack und über beide Ohren angelogen
haltlos, übel, hohl, geschlagen und besiegt
der Tod is leichter wenn er gezwungen ist
TOD IS LEICHTER ALS SEHNSUCHT

immer treu
immer falsch
X