© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ενδονοσοκομειακά (τα εν οίκω)

Τα δάκρυα τρυπώνουνε στ'αυτιά
αιμόπλυμα όλες οι αφές ξεχνιούνται πέρα
δάχτυλα φτιαγμένα από τη μάνα τους λεπτά
για τα εφτά, τα έξη μηδέν και την ψιλή βελόνα

το άφταστο ταβάνι στους θαλάμους
κάνει την παθολογία να φαίνεται μικρή
και τους αρρώστους λίγους
τα λάθη, το ξεπλήρωμα, τους υγρούς αργούς θανάτους

και όλες τις ιστορίες που παίρνουνε μαζί
η μέρα και το φως της το υγιές στέρνο μαρμάρου
οι ώμοι της σκυμμένης Αφροδίτης της γωνίας
ρίχνουν μεταξωτή σκιά στο μόνιμο βράδυ του μαντείου

κορμί από κορμί, μαρτύριο, μαρτυρία
αλήθεια κατά λάθος σε μια γουλίτσα δορμ
κακή στιγμή το γλίστρημα στη φλέβα, στην αρτηρία
δεν έχει μείνει ίντσα κόσμου που δε λούστηκε στη φθίση

χους αλς σκόνη σκοτάδι απέραντης αβύθιστης σιωπής
από τις βάσεις ως τις κορυφές των δυο βουνών
και όλων των ανέμων, πνεύμα πνεύμων πόδια ζύμης βήμα που σε γκρεμίζει
οι γροθιές σφιγμένες τα γόνατα λυγά και η στέλλα, στέλλα μάρις

η μια ώρα, οι πολλές, το σούρσιμο του δείκτη. Πότε; πότε
παράταση εκπνοής και ορθόπνοια νομοθέτις
γράφει επ'ακριβώς επί πνευμονικού οιδήματος ανίατη απελπισία
και επί θλίψης θλίψη.

Χώρια

απ'το νησί μου στο νησί
η θάλασσα μακραίνει και μακραίνει και ρηχαίνει
τι ομίχλη πίνει την ησυχία, από σκόνη λάσπη και ψυχή
κάτω από τη στέγη των κλαδιών ανθίζουν οι χαμένοι

οι κορμοί είναι πετρωμένοι τους σπρώχνεις και δεν τρίζουν
τα φύλλα χύνουν ζουμί παράξενο σα μέλι
ζώα δεμένα απ'το λαιμό ξερνούν τα σωθικά τους
ζώα μεταναστευτικά διψώντας μαθαίνουν τη χολέρα

οι κυνηγοί στήνουν χορό ντέφι βαράν οι ρόγχοι των αρρώστων τους στις ρίζες
σε κάθε κνήμη και από ένα ηλιοβασίλεμα και από ένας πυρετός
στα μάγουλα ντροπή και κάψα ερυσιπελατοειδής
ένα κομμάτι παραδείσου σε μια πνοή μαϊστραλάδας τον Ιούλη
γρήγορη λήθη και η έβδομη εντολή μαζί και μια σταγόνα στον κουβά

λερό νερό γουλιές βρύα και κουνούπια πέτσα στην ποτίστρα
ο αέρας αέρας εγκλεισμού οι τοίχοι λαμαρίνα σαγρέ λαδομπογιά
ακόμα κι εδώ στα σκοτεινά μάνα σε παρτίδα με έναν παίχτη όλα μέσα
μπλόφα και απελπισία ξέπλυμα ντροπές και μαλακίες το θαλασσί των σεντονιών

δίχρωμη πορσελάνη σκιές στην αορτή το χρώμα αδειάζει χείλη μάτια αμμοβολή
μια παροδική βροχή μια ξαφνική φουσκονεριά κάνε υπομονή κι άσε ό,τι έχεις να βραχεί




Πούντα και βασκανία

Λίγο πριν το φανάρι στο μαγαζί με τους κουλοχέρηδες η ρόδα έγλειψε το κράσπεδο του πεζοδρομίου και βούτηξα στις πλάκες. Πάνω μου έπεσε το ποδήλατο. Το δεξί γόνατο στήριξε όλο μου το βάρος και η αριστερή κνήμη βρήκε στην κόψη του τσιμέντου, υποπεριοστικό αιμάτωμα. Δυσκολεύομαι να κάτσω οκλαδόν και να ανέβω σκάλες. Όταν χτυπάει το αλάρμ για τις ανακοπές μισοτρέχω κουτσαίνοντας στο κελί εκείνου που τολμάει να το σκάσει απ'το μπουρδέλο. Είμαι ο πιο γρήγορος στην αναγγελία των θανάτων. Κανείς δε θέλει να γυρίσει πίσω και να ξαναγεννηθεί λίγο πριν το μόνιμο φευγιό του. Κι αν δεν ήμουν υποχρεωμένος δε θα έπιανα ούτε απινιδωτές ούτε αδρεναλίνες.

Αυτές τις μέρες η θάλασσα στεγνώνει και μένουμε αποκλεισμένοι ανάμεσα σε δυο στεριές από στεριά. Περιμένω όρθιος στην ψωλοπαγωνιά με τα χέρια μες στα γάντια μες στις τσέπες κρυμμένος σε ένα μαξιλάρι γούνα της κουκούλας. Δε φυσάει αν δεν ισιώνουν οι μπούκλες των προβάτων αλλά να σου πω, τα πρόβατα όλων των νησιών της Βόρειας θάλασσας έχουν μαλλί σιδερωμένο από τον αέρα που σταυρώνει (όπου κι αν γυρίσεις τον τρως μετωπικά). Τα χείλη μου ματώνουν σταθερά, δεν τρώω ξινά, δεν τρώω αρμυρά, το δέρμα στο κούτελό μου ξεπετσιάζει, η μύξα ρέει λεπτή, το μάλλινο κασκώλ που μου φέρνει αλλεργία στο λαιμό ποτίζει από σάλια.

Δε μπορείς να διανοηθείς την ησυχία στο νεκροθάλαμο, ούτε τη μπόχα. Στο χωλ έχουν στήσει ένα τραπέζι με ένα βάζο ψεύτικα λουλούδια κι εκεί αφήνω το τσάι μου να αχνίζει πρώτο πράγμα το πρωί όταν μπαίνω να χαιρετήσω τον ναό και πάντα με την ίδια προσευχή: pallor algor rigor livor. Μερικές φορές έχουν ήδη καλοντύσει τα κουφάρια και τους έχουν βάλει ένα τριαντάφυλλο στο χέρι, δεν ξέρουν όμως πως τα ξεντύνω εκεί στη μοναξιά και ρίχνω το αλλοιώσιμο δώρο στο καλάθι με τα χρησιμοποιημένα γάντια. Κάποιοι είναι ψημένοι κατάστερνα και άλλοι είναι σκουληκιασμένοι ως το μυαλό. Ώσπου να τελειώσει η βάρδια, ακόμα σκέφτομαι το βάζο και τα ψεύτικα λουλούδια.

Ανεβαίνω τα σκαλιά για το κατάστρωμα 1 και κρατιέμαι και από τις δυο πλευρές. Στο στένωμα το πολύ πολύ να πιάσει ένας μικρός αφρός, όμως μέσα στο αδιάσταλτο κρανίο ο κόσμος πηγαίνει πέρα δώθε. Ένα μικρό παιδί κάνει να περάσει από εμπρός μου για να χωθεί εμπρός στη τζαμαρία. Σπρώχνει το πόδι μου και το κρατάω σταθερό. Σπρώχνει πάλι, δεν ενδίδω. Από τη φάτσα του είναι φανερό πως είναι η πρώτη φορά που γνωρίζεται με το όχι. Μένει παραδίπλα να με βλέπει επίμονα προδωμένο. Μετά σκέφτομαι πως θα φωνάξει τη μάνα του. Δεν αντέχω το ρίσκο, οπότε περνάω το υπόλοιπο δρομολόγιο δίπλα στον εργάτη του κάβου έξω. Στο τραίνο μια πρεζού θέλει κουβέντα. Μιλάει αλλά δεν την καταλαβαίνω. Λέω nå, ja, της χαμογελώ και από τα χείλη που μισανοίγουν και σκίζονται, νιώθω να κυλάει μέσα μου το αστικό δηλητήριο. Τουρτουρίζω απ'τα μαλλιά ως τα νύχια των ποδιών, εγώ που στους -26°C μετά τη χιονοθύελλα στο Τάλλινν ξάπλωνα στο χιονόλουστο παγκάκι με τη φανέλα και το σώβρακο, αυτός ακριβώς (ποιος ήμουν τότε; Δεν ξέρω πια. Πίναμε βάνα τάλλινν και καφέ, τρεις μέρες στο πόδι, με πήρε ο ύπνος στην τουαλέτα του καφενείου της Ματίλντε και μου έφαγες το κέηκ με τα μύρτιλλα.).

Το πάρκην είναι γεμάτο οικογενειάρχες, καρότσια και παιδιά, μια αξιοσέβαστη φασαρία, σκληροί και ενάρετοι πελάτες που πηδάνε υπαλλήλους τις αργίες. Βγαίνω από το Πεζώ, παίρνω βαθειά ανάσα και αγκαλιάζω τον τεράστιο άντρα βιαστικά για να ξεμπερδεύω και μ'αυτή την υποχρέωση, τεχνική του κωλοδαχτυλώματος και ευχές να μην είναι σκάρτο το γάντι, αλλά τελικά το δύσκολο έπεται, και είναι να τον αφήσω. Πώς; που αυτό σημαίνει παλούκωμα στην αποβάθρα του Γήσινγκ για 55 λεπτά, και όλα τους τραβάνε δυο ώρες το καθένα, και κρυώνω ασταμάτητα. Ένα ηλίθιο γυμνό δέντρο που δε δίνει, ένα δέντρο που θα έκανε τον Σελ Σιλβερστάην να κλάψει ξεραίνεται δίπλα στο γλιτσερό ποτάμι του Βάρντε. Τι στην ευχή; θα πει ο τεράστιος άντρας, αφού έχει τις μισές ρίζες μέσα στο νερό! Και άντε να του εξηγήσω... ευτυχώς κανείς από τους δυο μας δεν έχει χρόνο να μιλήσει περισσότερο, η μέρα τρέχει.

Θα ήθελα πολύ να ξυπνήσω ένα αργό ηλιόλουστο πρωί στο ζεστό μου δωμάτιο όπως το ήξερα παλιά, να γυρίσω πλευρό και να δω το μικρό στρογγυλό αυτί σου, τους χαλαρούς σου ώμους, την ξεκούραστή σου πλάτη, θα ήθελα πολύ να μην ξυπνήσω άλλη φορά.